- χορογραφία
- η, Ν [χορογράφος]1. η τέχνη τής δημιουργίας χορών και θεαμάτων χοροδράματος2. το σύστημα και η τέχνη τής απεικόνισης, με ειδικά σημεία, τών βημάτων, τών σχημάτων και τών κινήσεων ενός χορού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορογραφία — η σύστημα εκμάθησης χορού, κατά το οποίο με ειδικά σημεία απεικονίζονται τα βήματα, τα σχήματα και οι κινήσεις κάθε χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
Αντζιολίνι, Γκασπάρο — (Gasparo Angiolini, Φλωρεντία 1731 – Μιλάνο 1803). Ιταλός χορευτής, χορογράφος και συνθέτης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος στο Βασιλικό Θέατρο του Τορίνο. Αργότερα, συνεργάστηκε με τον Αυστριακό χορογράφο Χίλφερντιγκ στη Βιέννη και έθεσαν τις… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
χορογραφικός — ή, ό, Ν [χορογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορογραφία … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Βέστρις — (Vestris). Επώνυμο φλωρεντινής οικογένειας χορευτών, που τον 18o αι. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. O διασημότερος ήταν ο Γκαετάν Απολίν Μπαλντασάρε (Φλωρεντία 1729 – Παρίσι 1808), διάσημος χορευτής. Μπήκε στην Όπερα του Παρισιού το 1748, με τη… … Dictionary of Greek